- ακουόντως
- ἀκουόντως επίρρ. (Μ)όπως κάποιος που ακούει, δηλ. με τη δέουσα προσοχή.[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. ἀκούων < ἀκούω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… … Dictionary of Greek